κοντος

κοντος
    κοντός
    ὅ
    1) шест, багор, жердь
    

(περιμήκης Hom.; χόρτου ἀγκαλὴς κοντῷ περικειμένη Plut.)

    κοντοῖς πρῷραν ἔχειν Eur. — упираться баграми в носовую часть корабля

    2) древко копья, тж. копье, рогатина
    

(τρῶσαι κοντῷ εἰς τὸν ὦμον Luc.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "κοντος" в других словарях:

  • κοντός — pole masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοντός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 178 κάτ.) της Αίγινας. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αίγινας της νομαρχίας Πειραιώς. * * * (I) ή, ό (ΑM κοντός και κονδός, ή, όν) αυτός που έχει μικρό μήκος ή ύψος, ο… …   Dictionary of Greek

  • κόντος — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 178 κάτ.) της Αίγινας. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αίγινας της νομαρχίας Πειραιώς. * * * (I) κόντος, ὁ (Μ) κόντες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. conte]. (II) κόντος, ὁ (Μ)… …   Dictionary of Greek

  • κοντός — ή, ό επίρρ. ά 1. κοντόσωμος, κοντούλης: Δεν τον θέλει αυτόν τον κοντό για άντρα της. 2. φρ., «λέει ο ένας το κοντό του κι ο άλλος το μακρύ του» λέγεται για κείνους που εκφέρουν γνώμες αντίθετες τη μια από την άλλη ή που διατυπώνουν διάφορες… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κόντος — το η βραχύτητα (αντίθ. μάκρος) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κοντός, Γιάννης — (Αίγιο 1943 –). Οικονομολόγος και ποιητής. Σπούδασε οικονομικές επιστήμες και παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στα γράμματα το 1964. Στη συνέχεια δημοσίευσε ποιήματά του σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες. Εξέδωσε τις ποιητικές συλλογές… …   Dictionary of Greek

  • Κοντός, Ιωάννης — Αγωνιστής του 1821 από τη Σητεία. Συμμετείχε σε πολλές επιχειρήσεις από την έναρξη της Επανάστασης. Το 1822 πολιόρκησε μαζί με συναγωνιστές του την Ιεράπετρα και αργότερα (1828) απέκλεισε στη μονή Τοπλού 1.200 Τούρκους με τον αρχηγό τους,… …   Dictionary of Greek

  • Κοντός, Ιωνάς — (18ος αι.). Λόγιος μοναχός από το Λιβάδι Θεσσαλίας. Ήταν γνωστός και με την επωνυμία Σπαρμιώτης, καθώς μόνασε στη μονή Σπαρμού. Διετέλεσε μαθητής του Ιωάννη Πεζάρο και δίδαξε στο Λιβάδι, στον Βελβεντό, στη Θεσσαλονίκη και στη Ραψάνη. Έγραψε… …   Dictionary of Greek

  • Κόντος, Κωνσταντίνος — (Άμφισσα 1834 – Αθήνα 1909). Φιλόλογος και πανεπιστημιακός. Σπούδασε στην Αθήνα και αργότερα στην Ολλανδία, όπου συνδέθηκε με τον Ολλανδό ελληνιστή Καρλ Κόμπετ, έναν από τους κορυφαίους εκπροσώπους της γραμματικής κατεύθυνσης στην κλασική… …   Dictionary of Greek

  • Κοντός, Πολυζώης — (Ιωάννινα 1760; – Βλαχία 1821;). Λόγιος, κληρικός και δάσκαλος. Αρχικά μαθήτευσε κοντά στον Κοσμά Μπαλάνο στα Ιωάννινα και συνέχισε τις σπουδές του στη Βενετία. Σταδιοδρόμησε κυρίως ως δάσκαλος στη Βιέννη και αργότερα δίδαξε στα σχολεία των… …   Dictionary of Greek

  • Κόντος, Σταύρος — Αγωνιστής του 1821 από το Δέλβινο της Ηπείρου. Αρχικά υπηρέτησε στην αυλή του Αλή πασά και το 1820 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία. Σε όλη τη διάρκεια του Αγώνα έλαβε μέρος σε πολλές επιχειρήσεις στη Στερεά Ελλάδα και διακρίθηκε στις μάχες στα… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»